τραπεζαρία

τραπεζαρία
η столовая (комната)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τραπεζαρία" в других словарях:

  • τραπεζαρία — η, Ν [τραπεζάρης] 1. αίθουσα φαγητού 2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων τής παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία») …   Dictionary of Greek

  • τραπεζαρία — η 1. αίθουσα φαγητού. 2. σύνολο επίπλων (τραπέζι και καθίσματα) για τη χρησιμοποίησή τους σε γεύματα: Αγόρασα μια τραπεζαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτρίκλινον — τὸ, Μ αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τα υπόλοιπα δωμάτια τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τρίκλινον «αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία»] …   Dictionary of Greek

  • αριστητήριον — ἀριστητήριον, το (AM) μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • συνδείπνιον — τὸ, Α [σύνδειπνον] 1. αίθουσα γεύματος, τραπεζαρία 2. σύνδειπνον* …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • τζαμαρία — η, Ν 1. εξώστης ή άλλος χώρος κατοικίας που περιβάλλεται από υαλοπίνακες 2. χώρισμα, διάφραγμα με υαλοπίνακες 3. το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι υαλοπίνακες 4. (μτφ. και ειρων.) τα ματογυάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. αρία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»